- υδρόμφαλος
- ο / ὑδρόμφαλος, -ον, ΝΑ(στην αρχ. το ουδ. ως ουσ.) υγρός όγκος σχηματιζόμενος από συσσώρευση ορού στον σάκο ομφαλοκήλης ή στον υπομφάλιο συνδετικό ιστόαρχ.αυτός που παρουσιάζει υδρωπικία στην ομφαλική χώρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + ὀμφαλός].
Dictionary of Greek. 2013.