υδρόμφαλος

υδρόμφαλος
ο / ὑδρόμφαλος, -ον, ΝΑ
(στην αρχ. το ουδ. ως ουσ.) υγρός όγκος σχηματιζόμενος από συσσώρευση ορού στον σάκο ομφαλοκήλης ή στον υπομφάλιο συνδετικό ιστό
αρχ.
αυτός που παρουσιάζει υδρωπικία στην ομφαλική χώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + ὀμφαλός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ὑδρόμφαλοι — ὑδρόμφαλος suffering from masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑδρόμφαλον — umbilical hernia neut nom/voc/acc sg ὑδρόμφαλος suffering from masc/fem acc sg ὑδρόμφαλος suffering from neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομφαλός — ο (ΑΜ ὁμφαλός) 1. οπή τής κοιλιάς τού εμβρύου για τη δίοδο τών ομφαλικών αγγείων, στην περιφέρεια τής οποίας προσφύεται το περίβλημα τού ομφάλιου λώρου 2. το μέσο τού σώματος (α. «από τον ομφαλό και πάνω» β. «γυμνὰς δὲ ὀμφαλοῡ μέχρι θεώμενος τὰς… …   Dictionary of Greek

  • υδρόμφαλον — τὸ, Α βλ. ὑδρόμφαλος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”